Πλαταιεύς

Πλαταιϊκός

Πλαταιΐς
Πλαταιϊκός, ή, όν [ᾰτ] de Platée, platéen, Hdt. 9, 25, etc. ; ἡ Πλαταιϊκή (s. e. χώρα) Plut. Arist. 11, le territoire de Platée ; τὰ Πλαταιϊκά, Hdt. 9, 38, 126, le temps de la guerre de Platée ||
E Dans les inscr. att. Πλαταιϊκός (non Πλαταϊκός), v. Meisterh. p. 26, 8.
Étym. Πλάταια.