Πολεμολαμαχαϊκός

πόλεμόνδε

πολεμοποιέω-ῶ
πόλεμόν·δε, adv. à la guerre, avec mouv. Il. 2, 443, etc. ; Od. 11, 448 et 21, 39.
Étym. π., -δε.