Τισαμενός

Τισαμενοφαίνιππος

Τίσανδρος
Τισαμενο·φαίνιππος, ου () [ῑσᾰ] Tisaménophænippos, c. à d. un composé de Tisaménos et de Phænippos, c. à d. double coquin, n. d’h. Ar. Ach. 603.
Étym. Τ. Φαίνιππος.