ἀδιαστασία

ἀδιάστατος

ἀδιαστάτως
ἀ·διάστατος, ος, ον [τᾰ]
1 sans intervalle, continu, Ant. (Suid.) ||
2 sans dimensions, Plut. M. 601c, etc.
Étym. ἀ, διΐστημι.