ἀγαθοποιέω-ῶ

ἀγαθοποιΐα

ἀγαθοποιός
ἀγαθοποιΐα, ας () [ᾰγᾰ] action de faire le bien, NT. 1 Petr. 4, 19.
Étym. ἀγαθοποιός.