ἀγλαότιμος

ἀγλαοτριαίνας

ἀγλαοφαρής
ἀγλαο·τριαίνας, ου, adj. au beau trident, Pd. O. 1, 40 (accent. éol. -τρίαιναν [ᾰν]).
Étym. ἀ. τρίαινα.