Ἀγοράναξ

ἀγορανομέω-ῶ

ἀγορανομία
ἀγορανομέω-ῶ [ᾰᾱ]
1 être agoranome, Alex. (Ath. 340b) ||
2 à Rome, être édile, DH. 10, 48 ; Plut. Marc. 2, etc.
Étym. ἀγορανόμος.