Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέτρητος
ἀκατανάγκαστος
ἀ·καταμέτρητος,
ος, ον,
non mesuré,
Str.
77
.
Étym.
ἀ, καταμετρέω
.