ἀλλοιότροπος

ἀλλοιόχροος-ους

ἀλλοιόω-ῶ
ἀλλοιό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de couleur différente, Sext. M. 7, 206.
Étym. ἀ. χρόα.