ἀλλοιοτροπέομαι-οῦμαι

ἀλλοιότροπος

ἀλλοιόχροος-ους
ἀλλοιό·τροπος, ος, ον, différent, Nyss. 2, 354.
Étym. ἀ. τρόπος.