ἀλλοιότης

ἀλλοιοτροπέομαι-οῦμαι

ἀλλοιότροπος
ἀλλοιοτροπέομαι-οῦμαι, prendre des formes diverses, Gal. Lex. Hipp. 19, 75.
Étym. ἀλλοιότροπος.