ἀλλοτριοφρονέω-ῶ

ἀλλοτριόφυλος

ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριό·φυλος, ος, ον [] d’une autre race, Jos. A.J. 14, 16, 3.
Étym. ἀ. φῦλον.