ἀλλοτριοεπίσκοπος

ἀλλοτριολογέω-ῶ

ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριο·λογέω-ῶ, divaguer, Str. 62.
Étym. ἀ. λόγος.