ἀλληλοκτονία

ἀλληλοκτόνος

ἀλληλομάχος
ἀλληλο·κτόνος, ος, ον :
1 qui s’entre-tuent, Mosch. (Stob. Ecl. 1, 242) ||
2 qui pousse à s’entre-tuer, DH. 2, 24.
Étym. ἀλλήλων, κτείνω.