ἀμείϐω

ἀμειδής

ἀμείδητος
ἀ·μειδής, ής, ές, qui ne sourit pas, Plut. M. 477e ; Orph. Arg. 1086 ; Opp. C. 2, 322, 459.
Étym. ἀ, μειδάω.