ἀμειδής

ἀμείδητος

ἀμειδίατος
ἀ·μείδητος, ος, ον, c. le préc. A. Rh. 2, 908 ; Orph. Arg. 965 ; Anth. 7, 58, etc. ; Spt. Sap. 17, 4.