ἀμετάϐατος

ἀμεταϐλησία

ἀμετάϐλητος
ἀμεταϐλησία, ας () immutabilité, Arstt. Phys. 5, 6, 3 ; Th. C.P. 6, 19, 3.
Étym. ἀμετάϐλητος.