ἀναλίσκω

ἀνάλιστος

ἀναλιχμάομαι-ῶμαι
ἀν·άλιστος, ος, ον [ᾰλ] non salé, Timon (DL. 4, 67).
Étym. ἀν-, ἀλίζω.