ἀνδριαντοπλαστική

ἀνδριαντοποιέω-ῶ

ἀνδριαντοποιητική
ἀνδριαντοποιέω-ῶ, faire des statues, Xén. Mem. 3, 1, 2.
Étym. ἀνδριαντοποιός.