Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνδριαντοποιέω-ῶ
ἀνδριαντοποιητική
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιητική,
ῆς
(
ἡ
)
s. e.
τέχνη,
c. le suiv.
Arstt.
P.A.
1, 1
.
Étym.
ἀνδριαντοποιέω
.