ἀνδριαντοποιητική

ἀνδριαντοποιΐα

ἀνδριαντοποιϊκή
ἀνδριαντοποιΐα, ας () la statuaire, la sculpture, Xén. Mem. 1, 4, 3 ; Plat. Gorg. 450c, etc.
Étym. ἀνδριαντοποιός.