ἀνδροθνής

ἀνδροκάπηλος

Ἀνδροκλείδης
ἀνδρο·κάπηλος, ου () [κᾰ] marchand d’hommes, Gal. 6, 325 ; Orib. 2, 562.
Étym. ἀνήρ, κ.