ἀνεξέργαστος

ἀνεξερεύνητος

ἀνεξέταστος
ἀν·εξερεύνητος, ος, ον, qu’on ne peut explorer, inextricable, Héraclite éph. fr. 18 (Clém. 437) ; DC. 69, 14.
Étym. ἀν-, ἐξερευνάω.