ἀπαραίτητος

ἀπαραιτήτως

ἀπαρακάλυπτος
ἀπαραιτήτως, adv.
1 inexorablement, durement, Thc. 3, 84 ; Pol. 22, 14, 15, etc. ; Plut. Sol. 23, Per. 23, etc. ||
2 sans pouvoir fléchir (qqn) Plut. Them. 23.