ἀπαραιτήτως

ἀπαρακάλυπτος

ἀπαρακαλύπτως
ἀ·παρακάλυπτος, ος, ον [κᾰ] non voilé, non caché, ouvert, fig. Hld. 10, 29, etc.
Étym. ἀ, παρακαλύπτω.