ἀπέρατος

ἀπεράτωτος

ἀπεράω-ῶ
ἀ·περάτωτος, ος, ον [ρᾰ]
1 sans bornes, Plut. M. 424d ||
2 sans terme, sans fin, Plut. M. 1056c.
Étym. ἀ, περατόω.