ἀπεράτωτος

ἀπεράω-ῶ

ἀπεργάζομαι
ἀπ·εράω-ῶ :
1 expulser les sucs ou éléments humides, Th. C.P. 1, 17, 10 ; Str. 52 ||
2 vomir, Alciphr. 3, 7.
Étym. ἀπό, ἐράω.