Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλακτισμός
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
γᾰ
] sevrage,
Hpc.
267, 39,
etc.
Étym.
v. le préc.