Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπογαλακτισμός
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογάλακτος
ἀπογαλακτιστέον
[
γᾰ
]
vb. d’
ἀπογαλακτίζω,
Sor.
Obst.
p. 150, 199 Dietz
.