Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογάλακτος
ἀπογαλακτόω-ῶ
ἀπο·γάλακτος,
ος, ον
[
γᾰ
] sevré,
Aét.
4, 29
.
Étym.
ἀ. γάλα
.