ἀποκάθαρμα

ἀποκάθαρσις

ἀποκαθαρτέον
ἀποκάθαρσις, εως () [κᾰ]
1 sécrétion, Arstt. G.A. 1, 18, 6, etc. ; au plur. Thc. 2, 49 ||
2 purification, Plut. Rom. 21.
Étym. ἀποκαθαίρω.