ἀποπτύω

ἀπόπτωμα

ἀπόπτωσις
ἀπόπτωμα, ατος (τὸ)
1 chute, Clém. Pæd. 3, p. 260, 16 ||
2 fig. échec, ruine, Pol. 11, 2, 6 ; Symm. Jes. 34, 4, etc.
Étym. ἀποπίπτω.