ἀρεσκόντως

ἄρεσκος

ἀρέσκω
ἄρεσκος, ος, ον [] qui cherche à plaire, obséquieux, Arstt. Nic. 2, 7, 13, etc. ; Th. Char. 5.
Étym. ἀρέσκω.