ἀσελγισμός

ἀσελγόκερως

ἀσελγομανέω-ῶ
ἀσελγό·κερως, ως, ων, gén. ωτος, aux cornes menaçantes, Plat. com. 2-2, 688, 1 Mein.
Étym. ἀσελγής, κέρας.