ἀσκαρδάμυκτος

ἀσκαριδώδης

ἀσκαρίζω
ἀσκαριδώδης, ης, ες [κᾰῐ] rempli de vers ascarides, Hpc. Coac. 144.
Étym. ἀσκαρίς, -ωδης.