ἀταραξία

ἀτάραχος

ἀταραχώδης
ἀ·τάραχος, ος, ον [τᾰᾰ] non troublé, calme, tranquille, Arstt. Nic. 3, 14, etc. ; Ath. 26a ; DS. etc.
Étym. ἀ, ταραχή.