ἀτάραχος

ἀταραχώδης

ἀταράχως
ἀταραχώδης, ης, ες [τᾰᾰ] non exposé à se troubler, Arstt. Div. per somn. 2, 6, au cp. -έστερος.
Étym. ἀτάραχος, -ωδης.