ἀταραχώδης

ἀταράχως

ἀτάρϐακτος
ἀταράχως [τᾰᾰ] adv. sans trouble, DS. 17, 54 ; Jos. Diosc. etc. ||
Cp. -ώτερον, Arr. Epict. 4, 1, 47.
Étym. ἀτάραχος.