ἀτάρ

ἀταρακτέω-ῶ

ἀταρακτοποιησίη
ἀταρακτέω-ῶ [τᾰ] être ou rester calme, Epic. (DL. 10, 80) ; M. Ant. 9, 41.
Étym. ἀτάρακτος.