Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
ἀτέλεστος
ἀ·τελεσιούργητος,
ος, ον,
non accompli, inachevé,
Theol.
55, 28
.
Étym.
ἀ, τελεσιουργέω
.