Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐσταλέος
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρία,
ας
(
ἡ
)
1
sécheresse,
Th.
C.P.
6, 12, 6
||
2
austérité,
Pol.
4, 21
.
Étym.
αὐστηρός
.