Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρό·πρακτος,
ου
(
ὁ, ἡ
) qui agit avec austérité,
Ptol.
Tetr.
p. 159
.
Étym.
αὐστηρός, πράσσω
.