αὐτοπώλης

αὐτοπωλική

αὐτορέγμων
αὐτοπωλική, ῆς () s. e. τέχνη, l’art de vendre soi-même ses produits, p. opp. à ἐμπορική ou à καπηλική, Plat. Soph. 223d, 224e.
Étym. αὐτοπώλης.