ἀξιομάθητος

ἀξιομακάριστος

ἀξιόμαχος
ἀξιο·μακάριστος, ος, ον [μᾰᾰ] (seul. sup. -ότατος) digne d’être regardé comme heureux, Xén. Ap. 34.
Étym. ἄ. μακαρίζω.