ἀξιοζήλωτος

ἀξιοθαύμαστος

ἀξιοθέατος
ἀξιο·θαύμαστος, ος, ον, digne d’admiration, Callix. (Ath. 205c) ; Plut. M. 983d ||
Cp. -ότερος, Xén. Mem. 1, 4, 4.
Étym. ἄ. θαυμάζομαι.