ἀξιοθαύμαστος

ἀξιοθέατος

ἀξιόθεος
ἀξιο·θέατος, ος, ον [ᾱτ] digne d’être examiné ou contemplé, Xén. Conv. 1, 10 ||
Cp. -ότερος, Plut. Demetr. 43 ; sup. -ότατος, Xén. Lac. 4, 4, 2 ; sup. ion. ἀξιοθεητότατος, Hdt. 2, 176.
Étym. ἄ. θεάομαι.