βαλανάγρα

βαλανειόμφαλος

βαλανεῖον
βαλανει·όμφαλος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] qui a un renflement au milieu, en parl. d’une bouteille, Crat. (Ath. 501d).
Étym. βαλανεῖον, ὀμφαλός.