βαλανευτής

βαλανευτικός

βαλανεύτρια
βαλανευτικός, ή, όν [ᾰᾰ] qui concerne un bain, de bain, Geop. 10, 29, 4 ; ἡ βαλανευτική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 227a, l’art de se baigner ou de baigner.
Étym. βαλανεύω.