βαρυϐρομήτης

βαρύϐρομος

βαρυϐρώς
βαρύ·ϐρομος, ος, ον [ᾰ‽] c. βαρυϐρεμέτης, Hom. fr. 71 ; Eur. Ph. 183, etc. ; en parl. de flots, Eur. Hel. 1305, etc.
Étym. β. βρέμω.