βαρύϐρομος

βαρυϐρώς

βαρύγδουπος
βαρυ·ϐρώς, ῶτος (ὁ, ἡ) [ᾰ‽] qui dévore cruellement, Soph. Ph. 691.
Étym. β. βιϐρώσκω.